Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

DEAD CAT BOUNCE ανατολικοαμερικανικό Canterbury

Οι Dead Cat Bounce δεν είναι καινούριο συγκρότημα. Δημιουργήθηκαν στη Βοστώνη το 1997 από τον σαξοφωνίστα Matt Steckler και έως σήμερα έχουν ηχογραφήσει τέσσερα CD, με το τέταρτο, το “Chance Episodes” να κυκλοφορεί από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο στη γνωστή για την ηλεκτρική της jazz αβαντγκάρντια –με στόχευση και στη σκηνή του CanterburyCuneiform Records [Rune 323] από την Silver Spring του Maryland. Με ιδιόμορφη στελέχωση, αποτελούμενοι από τέσσερις(!) σαξοφωνίστες (Matt Steckler, Jared Sims, Terry Goss, Charlie Kohlhase), έναν κοντραμπασίστα (Dave Ambrosio) κι έναν ντράμερ (Bill Carbone), οι Dead Cat Bounce παραδίδουν ένα άλμπουμ που βρίθει ακατάλυτων σαξοφωνισμών, διαρκών ρυθμικών μετατοπίσεων (από το blues, στο afro και από το funk στο brazilian ή το caribbean), προτείνοντας στιβαρές improv φάσεις και βεβαίως απολαυστικά παιξίματα.
Στο… afro-blues Tourvan confessin’” τους παρατηρούμε να αυτοσχεδιάζουν με δύναμη πάνω σ’ έναν εξοντωτικό ρυθμό, θυμίζοντας τους μεγάλους Βρετανούς Centipede (την εντυπωσιακή δεύτερη πλευρά τού “Septober Energy” με τα απανωτά sax soli των Dudu Pukwana, Larry Stabbins και Alan Skidmore), ενώ και στο επόμενο “Far from the matty crowd” η επίδραση των Soft Machine (του “Fourth”) είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, όσον αφορά στον τρόπο επεξεργασίας και ανάπτυξης της μελωδίας (με το ρυθμικό τμήμα να αποδεικνύεται όσο βαρύ κι ασήκωτο απαιτείται). Τα μέρη φλάουτου στο “Salon sound journal” (μάλλον του Kohlhase), το break του μπάσου, το πνευστό λυρικό intermezzo και η εκ νέου ρυθμική αλλαγή με το ωραίο σόλο στο τενόρο, φανερώνουν την άνεση των Dead Cat Bounce να δημιουργούν αυθεντικά progressive jazz περιβάλλοντα, με το “Silent movie, Russia 1995” (εκεί στη μέση του άλμπουμ) να προβάλλει ως ένα απαράμιλλο fusion (αναμιγνύοντας jazz και rock ρυθμικά στοιχεία, που υποστηρίζουν την, ας την πούμε ethnic, μελωδία).
Αλλά και στο… δεύτερο μέρος του “Chance Episodes” οι εκπλήξεις –οι ωραίες μουσικές δηλαδή– δεν είναι λίγες. Στο “Watkins Glen” το κοντραμπάσο με δοξάρι και το φλάουτο (βασικά) μελωδούν πάνω από ένα «ξερό» ρυθμικό υπόβαθρο, στο “Township jive revisited” οι αναφορές στην νοτιο-αφρικανική jazz (βασικό συστατικό του Canterbury sound), όπως εκείνη ακούστηκε στο Λονδίνο στα sixties από την παρέα του Chris McGregor και των υπολοίπων, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, με το έσχατο “Living the dream” να συνοψίζει την πρόταση του αμερικανικού σεξτέτου για μία jazz σκληρή, δυναμική, με συνεχείς… ανακατατάξεις αναφορών και επιρροών, αδίστακτα σόλι και παιξίματα (εν προκειμένω, σου παίρνουν το σκαλπ οι ρούλοι του Carbone), που παρέχει το 100% της ενισχύοντας το volume (του ενισχυτή) όντας μονίμως όρθιος.
Έξοχο τέλος. Εξοχότερος ο δίσκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου